- φράζομαι
- φράζομαι, φράχτηκα, φραγμένος βλ. πίν. 24——————Σημειώσεις:φράζομαι : στην παθητική φωνή περιορίζεται κυρίως στην έννοια → περικλείομαι με φράχτη, περιφράζομαι.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φράζομαι — φράζω point out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
αμφιφράζομαι — ἀμφιφράζομαι (Α) εξετάζω κάτι από όλες τις πλευρές, λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φράζομαι] … Dictionary of Greek
βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… … Dictionary of Greek
μπουκώνω — 1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο τό μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί») 2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία 3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω 3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω… … Dictionary of Greek
παρεμπλάσσω — και αττ. τ. άττω Α 1. επικαλύπτω, σκεπάζω, φράζω («παρεμπλάσσειν τούς πόρους», Αλέξ. Τραλλ.) 2. παθ. παρεμπλάσσομαι καλύπτομαι με έμπλαστρο, φράζομαι («παρεμπλάσσεσθαι τοῑς πόροις», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπλάσσω «περικλείω,… … Dictionary of Greek
πολυφράδμων — Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία. * * * ον, Α πολυφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (<… … Dictionary of Greek
πολυφραδής — ές, Α 1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.) 2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φραδής (< … Dictionary of Greek
πολύφραστος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος 2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.) 3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συνευφράζομαι — Α συσκέπτομαι αρμονικά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὖ + φράζομαι] … Dictionary of Greek